- συνδετήρας
- ο1. μέσο με το οποίο γίνεται σύνδεση.2. ειδική συσκευή για τη σύνδεση κυρίως εγγράφων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνδετήρας — ο, Ν 1. μικρό αντικείμενο ή οτιδήποτε χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων μεταξύ τους 2. ναυτ. εξάρτημα που μοιάζει με κρίκο και συνδέει μεταξύ τους δύο διαδοχικά τμήματα τής αλυσίδας τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδέω + επίθημα … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
πετάλιο — το / πετάλιον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πετήλιον Α [πέταλον] μικρό πέταλο, οτιδήποτε έχει σχήμα μικρού πετάλου νεοελλ. 1. κάθε μικρό μεταλλικό έλασμα 2. μικρός δίσκος από στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για διακόσμηση γυναικείων ενδυμάτων, κν.… … Dictionary of Greek
συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… … Dictionary of Greek
περόνη — η 1. συνδετήρας, καρφίτσα. 2. το πίσω κόκαλο της κνήμης. 3. πιρούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)